παρεγχυματώδης

παρεγχυματώδης
-ες 1. (για ανατ. σχηματισμό) αυτός που είναι πλούσιος σε παρέγχυμα («παρεγχυματώδη όργανα» — οι πνεύμονες, το πάγκρεας κ.ά.)
2. (για νόσο ή βλάβη) αυτός που αναφέρεται στο παρέγχυμα («παρεγχυματώδης νεφρίτιδα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρέγχυμα, -ατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δ. Α. Μαυροκορδάτο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ενδονεφρίτιδα — η φλεγμονή των νευρικών επιθηλίων, παρεγχυματώδης νεφρίτιδα …   Dictionary of Greek

  • κερατίτιδα — I (Ceratites). Γένος διπτέρων εντόμων της οικογένειας των μυϊδών. Περιλαμβάνει μεγάλες μύγες, με ωραίους χρωματισμούς και πλατιά φτερά. Στο γένος ανήκουν περίπου 15 είδη, από τα οποία γνωστότερο είναι η κ. η ισπανική, με μεγάλο στρογγυλό και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”